περιγλωττίδα

περιγλωττίδα
περιγλωττίς
covering of the tongue
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσελυτρώ — όω, Α επικαλύπτω, περικαλύπτω επιπροσθέτως («οὐ περιγλωττίδα μόνον... φορεῑν ἀλλὰ καὶ προσελυτροῡν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐλυτρῶ «περικαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”